καταρράκτης

καταρράκτης
I
(Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες. Έτσι, η παρουσία της βαθμίδας που προκαλεί την υδατόπτωση οφείλεται συχνά στην απότομη αλλαγή της εδαφολογικής σύστασης και συνεπώς στη διαφορετική αντίσταση, στη διάβρωση των υλικών που αποτελούν τον βυθό πάνω στον οποίο τρέχει το νερό. Άλλοτε, τα νερά στη διαδρομή τους μπορεί να συναντήσουν μια προϋπάρχουσα απότομη κλίση του βραχώδους εδάφους, η οποία οφείλεται σε γεωτεκτονικές αιτίες.
Ένας ιδιαίτερος τύπος κ. είναι εκείνος που διαμορφώνεται σε μια ορεινή περιοχή, στη συμβολή μιας πλευρικής κοιλάδας, η οποία επικρέμαται πάνω στην κύρια κοιλάδα. Σε αυτή την περίπτωση το ρεύμα του παραπόταμου που διαμορφώνεται στην πρώτη πέφτει στο σημείο της συνάντησης σε μια σημαντικά χαμηλότερη κοίτη, δεδομένου ότι η δεύτερη υπέστη διάβρωση των παγετώνων που αποσύρθηκαν αργότερα.
Από την ίδια τη φύση τους οι κ. τείνουν με τον καιρό να υποχωρήσουν, διαβρώνοντας τη βαθμίδα πάνω στην οποία κυλούν (την οποία μετατρέπουν συνήθως σε ημικυκλική κοιλότητα ή σε πέταλο, επειδή το νερό ρέει με μεγαλύτερη δύναμη στο κέντρο) ή τείνουν να εξαφανιστούν, αφού πρώτα μετατραπούν σε μικρούς κ. και σε ταχέα ρεύματα. Από τους γνωστότερους κ. για το ύψος τους είναι στην Ευρώπη ο κ. του Γκαβαρνί (βόρεια κλιτύς των Κεντρικών Πυρηναίων), ύψους 421 μ., και ο κ. των Μάρμορε (Βελίνο) στην Ιταλία, ύψους 165 μ., στην Αμερική του Άνχελ (Βενεζουέλα, 972 μ.), στην Ωκεανία του Σάδερλαντ (Νέα Ζηλανδία, 579 μ.), στην Αφρική της Τουγκέλα (Νοτιοαφρικανική Δημο
κρατία, 948 μ.) και, τέλος, στην Ασία της Γκέρσοπα (Ινδία, 253 μ). Ονομαστοί περισσότερο για το συνολικό πλάτος τους παρά για το ύψος της υδατόπτωσης είναι οι κ. της Βικτόριας στον ποταμό Ζαμβέζη, πλάτους περίπου 1.750 μ. και ύψους 122 μ., και οι κ. του Νιαγάρα στα σύνορα ΗΠΑ και Καναδά, πλάτους περίπου 1.270 μ. και ύψους 49 μ. Στην Ελλάδα μεγαλύτεροι είναι οι κ. της Έδεσσας.
Οι καταρράκτες του Εδεσσαίου, από τους ομορφότερους της χώρας μας.
Οι καταρράκτες του Νιαγάρα, μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά.
Οι επιβλητικοί καταρράκτες του Ιγκουασού στη Βραζιλία.
Οι καταρράκτες του Γκάλφος στην Ισλανδία.
Άποψη των καταρρακτών του Κρκα στη Σλοβενία.
II
(Ιατρ.). Ελαφρά ή έντονη θολερότητα του κρυσταλλοειδούς φακού του οφθαλμού ή και της κάψας που τον περιβάλλει, με αποτέλεσμα τη μερική ή ολική τύφλωση, λόγω της παρεμπόδισης της διόδου του φωτός. Ωστόσο, ο ασθενής μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι από το φως. Αν και ο κ. μπορεί να οφείλεται σε πολλές και διάφορες αιτίες, ουσιαστικά αντιστοιχεί σε μια εκτεταμένη διεργασία πήξης και διάσπασης των ινών του κρυσταλλοειδούς. Συχνότερα συναντάται ο γεροντικός κ., ο οποίος εμφανίζεται συνήθως αμφοτερόπλευρα. Άλλες αιτίες εμφάνισης του κ. είναι ο διαβήτης, οι ιονίζουσες ακτινοβολίες, τα τοπικά τραύματα και μερικές τοξικές ουσίες, όπως η ναφθαλίνη και η εργοταμίνη. Εκτός αυτών, υπάρχουν συγγενείς και οικογενειακές μορφές, οι οποίες μπορεί να συνοδεύονται και από άλλες διαμαρτίες όσον αφορά τη διάπλαση. H θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται στην αφαίρεση του κρυσταλλοειδούς με ή χωρίς το περιφάκιο. Όταν ο κ. αφορά και τα δύο μάτια, η εγχείρηση γίνεται πρώτα στο ένα μάτι και αργότερα στο άλλο. Η όραση αποκαθίσταται με γυαλιά, φακούς επαφής ή εμφύτευση τεχνητού φακού.
* * *
και καταρράχτης, ὁ (AM καταρράκτης, Α και καταράκτης, ιων. τ. καταρρήκτης και καταρήκτης) [καταρράσσω]
1. απότομη πτώση νερού ποταμού ή ρυακιού από μεγάλο ύψος (α. «οι καταρράκτες τής Έδεσσας» β. «τηλικαύτην δ' ἔχων ὑπεροχὴν ἐν πᾱσιν ὁ ποταμὸς οὗτος,... πλὴν ἐν τοῑς καλουμένοις καταράκταις», Διόδ.)
2. είδος ορμητικού θαλάσσιου πτηνού
3. βαρύ ξύλινο ή μεταλλικό κινητό φράγμα που προστάτευε την πύλη μιας πόλης ή την είσοδο ενός λιμανιού, η καταρρακτή
νεοελλ.
1. ακατάσχετη και ορμητική ροή («καταρράκτης ύβρεων»)
2. φρ. «άνοιξαν πάλι οι καταρράκτες τού ουρανού» — έβρεξε πάλι πάρα πολύ, έκανε κατακλυσμό
νεοελλ.-μσν.
νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία θολώνει ο φακός
αρχ.
1. ο μοχλός με τον οποίο ασφαλίζεται η θύρα
2. είδος κινητής σκάλας ή γέφυρας για ανάβαση στα πλοία
3. υδροφράκτης
4. ως επίθ. α) ο ορμητικός, ο σφοδρός («τηρήσας καταρράκτην ὄμβρον συνήργησε καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς ῥινούχους ἑνέφραξεν», Στράβ.)
β) ο απόκρημνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταρράκτης — down rushing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτῆς — καταρρακτός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκται — καταρράκτης down rushing masc nom/voc pl καταρράκτᾱͅ , καταρράκτης down rushing masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταράκται — καταρράκτης down rushing masc nom/voc pl καταράκτᾱͅ , καταρράκτης down rushing masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρακτῶν — καταρράκτης down rushing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτῶν — καταρράκτης down rushing masc gen pl καταρρακτός fem gen pl καταρρακτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκταις — καταρράκτης down rushing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτην — καταρράκτης down rushing masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτου — καταρράκτης down rushing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτῃ — καταρράκτης down rushing masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”